- τυμβοφάντης
- τυμβο-φάντης, ου, ὁ,A one who shows a tomb, An.Ox.2.416.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τυμβοφάντης — ὁ, Α αυτός που επιδεικνύει έναν τάφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + φάντης (< φαίνω), πρβλ. συκο φάντης] … Dictionary of Greek